ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

6 Οκτωβρίου 2008

Γίνεται δυστυχής ο άνθρωπος δια της γνώσεως;...




Ηυτυχήσαμεν πλανηθέντες...

Γίνεται τω όντι δυστυχής ο άνθρωπος δια της γνώσεως; και πρέπει άρα να πεινάση η καρδία, δια να τραφή ο νούς, οπως πρέπει να μαρανθή το άνθος, ινα ωριμάση ο σπόρος; Αλυτον μένει και θα μείνη ίσως πάντοτε το πρόβλημα, όσον καταφατικώς και αν απαντώσιν οι ποιηταί, όσον αρνητικώς και αν αποφαίνωνται οι επιστήμονες.

Τις ομως θ' αρνηθή, οτι πάσα, και η ελαχίστη γνώσις μας, διαλύει μίαν και μεγάλην πολλάκις πλάνην, και οτι η μεγίστη πάντως πλάνη του τελείου αυτού, αλλά και ατελούς συνάμα όντος, όπερ καλείται ανθρωπος, ειναι η πλάνη της επιγείου ευτυχίας; Ολη μας σχεδόν η ζωή αναλίσκεται και φθίνει εις επιδείωξιν της ευτυχίας ταύτης.
Μόλις ανοίγεται κατάπληκτος προς το φώς του βίου ο δειλός ημών οφθαλμός και βλέπει-νομίζει οτι βλέπει-μακράν, εις τα βάθη του κυανού ορίζοντος της ζωής, λάμπον το φαεινόν της ευτυχίας είδωλον. Μακρύς φέρει εκεί και τραχύς και ανάντης ο δρόμος, τι πειράζει; και τι μας μέλει της οδού το μήκος και η τραχύτης; Είμεθα νέοι, ακμαίοι και σφριγώντες. Γλυκείς, αόριστοι και ανεπίγνωστοι πόθοι ογκούσι τα στήθη μας και θερμή σφύζει εντός της καρδίας ημών άπληστος ελπίς. Εμπρός, εις κατάκτησιν του ωραίου ειδώλου ! Και τρέχομεν γοργοί και ασθμαίνοντες προς την γόησαν εκείνην, την τόσον επαγωγόν και οιωνεί προσμειδιώσαν και καλούσαν ημάς φωτατμίδα.
Πώς; Εφθάσαμεν ηδη τόσον πλησίον της; Ναί ! έν έτι βήμα, και τη συνελάβομεν εις την πρώτην καμπήν της οδού. Εκτείνομεν την χείρα...την εχομεν, την εδράξαμεν !
Οχι, ηπατώμεθα παράδοξον οπτικήν απάτην. Το επίχαρι εκείνο και θέλγον φάσμα ηλλαξε μορφήν και μετέβαλεν οψιν. Ουδ' ειναι πλέον εγγύς ημών, υπο τους δακτύλους μας αυτούς, ως επλανώμεθα πιστεύοντες προ μικρού. Απεμακρύνθη,- υπεχώρησεν εις τα βάθη του ορίζοντος, αλλά φέγγει πάντοτε και προσμειδιά και μας καλεί.
Ειναι πάντοτε η ευτυχία! Και αρχίζει πάλιν ο δρόμος ο τραχύς, και πολλάκις επαναλαμβάνεται, καθ' οσον μεταλλάσσει προ ημών μορφήν η γοητευτική οπτασία.
Αποκάμνομεν πολλάκις τρέχοντες κατόπιν της, προσοχθούμεν ενίοτε, ολισθαίνομεν άλλοτε και πίπττομεν. Αλλά εγειρόμεθα πάλιν ακάματοι και διώκομεν όση δυνάμει το μάγον όραμα, το πάντοτε προσμειδιόν και πάντοτε νέον.
Πάντοτε νέον ! ενώ ημάς κατέφθασεν ηδη βραδυπατούν όπισθεν ημών το γήρας, και ήρχισεν παραλύον των ποδών ημών τα νεύρα. Δεν δυνάμεθα πλέον να τρέξωμεν, αλλά βαδίζομεν εκεί, εκεί πάντοτε, πρός το φωσφορίζον είδωλον ατενώς εστραμμένοι. Βαίνομεν ηδη βραδέως, ολονέν βραδύτερον, συρόμεθα μόλις επι της ατέρμονος οδού, αιμάσσομεν τους πόδας ημών κατά των πετρών της, εξαντλούμεθα, και καταρρέομεν τέλος λιπόθυμοι εν μέσω του δρόμου, μετά το εσχατον, ολιγοδρανές ημών βήμα. Μόλις εχει την δύναμιν το στήθος ημών να εκπνεύση την υστάτην αυτού πνοήν, αλλά το ύστατον όμως και θνήσκον ημών βλέμμα ατενίζει πάντοτε πρός τον απατηλόν εκείνον αντικατοπτρισμόν, τον ακτινοβολούντα εις τα βάθη του ορίζοντος. Ω! αν είχομεν ετι δυνάμεις ! διότι την πλάνην την έχομεν πάντοτε, οσον και αν επλανήθημεν.
Πόσοι ομως εξ ημών αναγνωρίζουσι κατα την τελευταίαν εκείνην και μοιραίαν στιγμήν, οτι πλανηθέντες ηυτύχησαν, οτι αυτή ακριβώς η τοσάκις επαναληφθείσα γοητεία υπήρξεν η ευτυχία των; Πολλοί, οι πλείστοι καταρώνται την μοίραν, οτι τους επλάνησεν, αντι να καταρώνται αυτήν, οτι τους εξήγαγε της πλάνης......
Δεν ενθυμούνται πόσον ηυτύχουν, οτε επίστευον εις ερωτα ψευδή. Ελησμόνησαν, πόσον ησαν ευδαίμονες, οτε υπελάμβανον αρραγή την υπόσαθρον αφοσίωσιν ευγλώτου φιλίας, η ελικνίζοντο υπο των ροδίνων ονείρων της δόξης, η ανέπλατον κενήν μακαρίαν πλούτου και τιμών και μεγαλείων. Ουδέ συλλογίζονται πόσον αρρήτως υπήρξαν δυστυχείς, οτε η σκυθρωπή αλήθεια ανέστη μαύρη προ των οφθαλμών των, αποκαλύπτουσα της γυναικός την προδοσίαν, και του φίλου τον δόλον, και της δόξης τον εμπαιγμόν, και των μεγαλείων την μηδαμινότητα ! ! !

Αλλοι , οι πλούσιοι το πνεύμα, οι περίεργοι , ζητούσι να ανατάμωσι την στιλπνήν πομφόλυγα, ητις περιέπεσε τυχόν εις τας σοφάς αυτών χείρας, και εκρήγνυνται εις αράς και βλασφημίας, οταν εκείνη διαρραγή εις ατμόν και μηδέν, ως αναλύονται εις κλαυθμούς τα νήπια, οταν σπαρράτωσι τα χάρτινά των ανάκτορα, οπως ανεύρωσιν εντός αυτών τον χρυσοστεφή βασιλέα......


Αγγελος Βλάχος 100 χρόνια πρίν....

Απο το προσωπικό μου αρχείο

Δεν υπάρχουν σχόλια: