ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

26 Σεπτεμβρίου 2008

Το ποτάμι....Αντώνης Σαμαράκης


Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο απο διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Οποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο. Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, ολο το τάγμα, και τους τη διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας ! Δεν ήτανε παίξε γέλασε. Ειχανε κάπου τρείς βδομάδες που ειχαν αράξει δώθε απο το ποτάμι. Κείθε απο το ποτάμι ηταν ο εχθρός, οι Αλλοι οπως τους λέγανε πολλοί. 
Τρείς βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα ομως επικρατούσε ησυχία. Και στις δυό οχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες το δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μέν και οι δέ. Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Αλλοι είχανε δυό τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιός ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και απο τις δυό μεριές, ηταν εδώ κι εκεί κρυμένα στο δάσος, ετοιμα για πάν ενδεχόμενο. Τρείς βδομάδες ! Πως είχανε περάσει τρείς βδομάδες ! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο που ειχε αρχίσει εδώ και δυόμισι περίπου χρόνια , άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο. Οταν φτάσανε στο ποτάμι, εκανε ακόμα κρύο. 
Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός ειχε στρώσει. Ανοιξη πιά ! Ο πρώτος που γλίστρησε κατα το ποτάμι ήτανε ο λοχίας. Γλίστρησε ενα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυό σφαίρες στο πλευρό. Δεν εζησε πολλες ωρες... Την αλλη μέρα, δυό φαντάροι τραβήξανε για κεί. Δεν τους ξαναείδε πιά κανένας. Ακούσανε μόνο πυροβολισμούς, και μετα σιωπή. Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας. Ητανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους ειχε φάει η βρώμα. Ειχανε ξεσυνηθίσει ενα σωρό χαρές. Και νά, τώρα, που ειχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας....
Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας ! είπε μεσ' απο τα δόντια του εκείνη τη νύχτα. Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε, Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας ! Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Ειδε ενα όνειρο, εναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ητανε: ποτάμι. Ητανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Και αυτός γυμνός στην όχθη, δεν επεφτε μέσα. Σαν να τον βάσταγε ενα αόρατο χέρι. Υστερα το ποτάμι μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Μιά νέα γυναίκα, μελαχροινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμάνη στο γρασίδι, τον περίμενε. Και αυτός , γυμνός μπροστά της, δεν επεφτε πάνω της. Σαν να τον βάσταγε ενα αόρατο χέρι. Ξύπνησε βαλαντωμένος, δεν ειχε ακόμα φέξει...
Φθάνοντας στην οχθη, στάθηκε και το κοίταξε. Το ποτάμι ! Ωστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι ; Ωρες ωρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ητανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευθαίσθηση. Ειχε βρεί μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ητανε θαύμα ! Αν ητανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε να βουτήξει στο ποτάμι, να μπεί στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε. Σ' ενα δέντρο , στην όχθη, αφησε τα ρούχα του, και ορθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Εριξε δυό τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας απο τους δικούς του, και μιά στην αντίπερα οχθη, μην ήτανε κανένας απο τους Αλλους. Και μπήκε στο νερό....
Απο τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυό τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδεύσει, απο τη στιγμή αυτή ενοιωσε αλλος ανθρωπος. Σαν να πέρασε ενα χέρι μ' ενα σφουγγάρι μέσα του και να τά ' σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια. Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Εκανε και μακροβούτια... Ηταν ενα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήτανε παρά εικοσιτριών χρονών κι ομως τα δυόμισι τελευταία χρόνια ειχαν αφήσει βαθειά ιχνη μέσα του. Δεξιά κι αριστερά, και στις δυό οχθες, φρτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε απο πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ενα κλαδί που το εσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το θτάσει μ' ενα μονάχα μακροβούτι. Και τα κατάφερε, Βγήκε απο το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ενοιωσε μια χαρά ! 
Αλλά την ίδια στιγμή ειδε ενα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακρυά. Σταμάτησε και προσπάθησε να δεί καλύτερα. Και εκείνος που κολυμπούσε εκεί τον ειχε δεί, ειχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν. Ξανάγινε αμέσως αυτός που ητανε και πρωτύτερα: ενας φαντάρος που ειχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που ειχε εναν πολεμικό σταυρό, που ειχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε απο τους δικούς του η απο τους Αλλους. Πως να το καταλάβει ; Ενα κεφάλι εβλεπε μονάχα. Μπορούσε νάναι ενας απο τους δικούς του. Μπορούσε νάναι ενας απο τους Αλλους. Για μερικά λεπτά, και οι δυό τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ενα φτάρνισμα. Ηταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα οχθη. Κι αυτός ομως δεν εχασε καιρό.
 Κολύμπησε προς την όχθη του μ' ολη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Ετρεξε στο δέντρο που ειχε αφήσει το τουφέκι του, το αρπαξε. Ο Αλλος ο,τι εβγαινε απο το νερό. Ετρεξε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του. Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ητανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Αλλος ητανε σπουδαίος στόχος ετσι καθώς ετρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μονάχα μέτρα μακρυά. Οχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Αλλος ηταν εκεί, γυμνός οπως ειχε ερθει στον κόσμο. Κι αυτός ηταν εδώ, γυμνός οπως ειχε ερθει στον κόσμο... Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ητανε και οι δυό γυμνοί. Δυό ανθρωποι γυμνοί. Γυμνοί απο ρούχα. Γυμνοί απο ονόματα. Γυμνοί απο εθνικότητα. Γυμνοί απο τον χακί εαυτό τους.. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ενωνε. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Αλλος ειχε γίνει ενας αλλος ανθρωπος τώρα, χωρίς αλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν ειδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δεί μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν επεσε απο την αντικρινή οχθη η τουφεκιά,... κι αυτός, γονάτισε πρώτα,.... υστερα επεσε.... με το πρόσωπο στο χώμα.....

25 Σεπτεμβρίου 2008

Η παπαδιά..... Σουρής


Η κυρά ενός παπά
ενα διάκο αγαπά
και πολύ μ' αυτόν τα εχει...
και ο αντρας της κοιτά
τα πολλά της χωρατά
και για τουτον πέρα βρέχει..

Επερνούσαν μια χαρά
εως ότου μιά φορά
εγινε παπάς βαρβάτος
και ο διάκος ο αφράτος..

Κι ο παπάς της ο φτωχός
διόλου δεν εφθόνησε
και ο ιδιος μοναχός
τον εχειροτόνησε

Τίγκι, τούγκ ! μεγάλη σχόλη
"Αξιος" φωνάζουν όλοι
νέοι, γεροι και παιδιά,
μα με όλο της το νάζι
"Υπεράααξιος" φωνάζει
τρείς φορές η παπαδιά...

24 Σεπτεμβρίου 2008

Η Πατρίδα μας ...Γεώργιος Δροσίνης


«Ξένε που μόνος κι ερημος
σε ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιός ειναι ο τόπος σου
και ποιά πατρίδα εχεις;»
«Τη μακρινη πατρίδα μου
πάντα ποθώ στα ξένα.
εκεί τα χρόνια της ζωής
περνούν ευλογημένα.
εκεί κι ο θάνατος γλυκός,
κι αφού κανείς πεθάνει,
εχει στο μνήμα του Σταυρό,
καντήλι και λιβάνι.
Στ' αγαπημένο μου χωριό
χαρές πάντα και γέλια,
στ' αλώνια τραγουδιών φωνές
ξεφάντωμα στ' αμπέλια.
Κι οταν χορεύει η λεβεντιά
στης Πασχαλιάς τη μέρα,
βροντοκοπά το τύμπανο
και κελαηδεί η φλογέρα.
Στη μακρινή Πατρίδα μου
εχει ευωδιά και χάρη
το ταπεινότερο δεντρί,
το πιο φτωχό χορτάρι.
Στούς κλώνους της αμυγδαλιάς,
σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την ανοιξη
γοργά τα χελιδόνια.
Στων μαγεμένων της βουνών
τα μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλούν οι πέρδικες
και κλαίει η κουκουβάγια.
Η ασημένια θάλασσα
μ' αφρούς τη περιζώνει
κι ο ουρανός με τ' αστρα του
τη χρυσοστεφανώνει.
Τη μακρινή Πατρίδα μου,
πρίν η σκλαβιά πλακώσει,
τη δόξαζε η παλληκαριά,
τη φώτιζεν η γνώση.
Και τώρα απο τη μαύρη γή,
τη γη τη ματωμένη,
πρόβαλε πάλι η 'λευθεριά
σαν πρώτα αντρειωμένη».
«Φτάνει,.. τη χώρα που μου λές,
τη γνώρισα, την ειδα...
τη μακρινή Πατρίδα σου
εχω κι εγώ Πατρίδα !».

Στον ισκιο μου.... Σουρής


Βρε ισκιε μου γιατί μ' ακολουθείς;
Δε με αφήνεις μόνο μου να τρέχω;
Βρε ισκιε μου, δε πάς να μου χαθείς,
πρέπει κι εσένα σύντροφο να εχω;

Πότε στραβό σε βλέπω πότε ισο,
πότε μακρύ σα σούβλα, πότε νάνο,
τη μια πηγαίνεις μπρός, την αλλη πίσω
σε απαντώ εδώ, εκεί σε χάνω.

Χωρίς να βλέπεις, πιάνεις οτι πιάνω,
με οδηγείς αλλα και σ' οδηγώ.
Και τέλος πάντων κάνεις οτι κάνω
και εισαι αλλος, δεύτερος, εγώ.

Βρε ισκιε μου, γιατί μ΄ακολουθείς;
Βρε ισκιε μου δε πας να μου χαθείς...
Σε απαντώ στο σπίτι και στο δρόμο
και μου γεννάς πολλές φορές τον τρόμο.

23 Σεπτεμβρίου 2008

Περί Δοκιμίων.... Και περί Ερωτος ........


Δοκίμιο σημαίνει απόπειρα λόγου, έκφρασης για συγκεκριμένο θέμα, το οποίο δεσμεύει τη σκέψη και την έρευνα του στοχαστή. Το θέμα που επιλέγει και ο τρόπος που το αναπτύσσει, είναι δηλωτικά της ιδιοσυγκρασίας του συγγραφέα, της ιδιαίτερης συγκινησιακής και διανοητικής του συγκρότησης. Ο δοκιμιογράφος επιχειρεί να αναμετρηθή τελεσίδικα με το ζήτημα που τον τον απασχολεί. Η επιτυχία της αναμέτρησης ειναι ζωτικής σημασίας, και ισοδυναμεί, ενδεχομένως, με την ολοκλήρωση του δοκιμίου, που σημαίνει τη λήξη της περιδίνισης του ζητήματος στο νού του συγγραφέα. 
 
Για τον Ερωτα..

Η σκηνή του θεάτρου οφείλει περισσότερα στον έρωτα απο ό,τι η ζωή του ανθρώπου. Διότι στη σκηνή, ο ερωτας ειναι πάντοτε θέμα κωμωδιών και μερικές φορές τραγωδιών, αλλα στη ζωή προκαλεί πολύ κακό, άλλοτε σα σειρήνα και άλλοτε σα μαινάδα, Παρατηρείται ισως, οτι μεταξύ ολων των μεγάλων και άξιων προσώπων, (των οποίων η μνήμη παραμένει, είτε αρχαία είτε πρόσφατη) δεν υπάρχει ουτε ένας που να τον εχει συνεπάρει ο ερωτας μέχρι τρέλλας. Πράγμα που δείχνει οτι τα μεγάλα πνεύματα και οι μεγάλες ασχολίες κρατούν σε απόσταση, το αδύναμο αυτό πάθος. Θα πρέπει ωστόσο να εξαιρέσετε τον Μάρκο Αντώνιο, τον εξ ημισείας εταίρο του αυτοκρατορικού αξιώματος της Ρώμης, και τον Αππιο Κλαύδιο, τον εκ των Δέκα Νομοθετών. Απο αυτούς, ο πρώτος ηταν πράγματι ανδρας φιλήδονος και χωρίς μέτρο. Ο δεύτερος ομως ηταν αυστηρός και φρόνιμος ανδρας. Και απ' αυτό φαίνεται οτι, εστω και σπάνια, ο έρωτας μπορεί να βρή την είσοδο οχι μόνο σε μία ανοιχτή καρδιά, αλλά επίσης , σε μία καρδιά καλά οχυρωμένη, αν οι φύλακες δεν αγρυπνούν. 


Ειναι φτωχή η ρήση του Επίκουρου: Satis magnum alter theatrum sumus : λές και ο ανθρωπος, φτιαγμένος για το στοχασμό των ουρανών και ολων των ευγενών πραγμάτων, δε θα επρεπε να κάνη τίποτε άλλο, παρα να γονατίζη μπροστά σε ενα μικρό είδωλο, και να κάνη τον εαυτό του υποχείριο, αν και οχι του στόματος (οπως τα ζώα), αλλά των ματιών, που του δόθηκαν για ανώτερους σκοπούς. Ειναι παράξενο, να παρατηρήση κανείς την υπερβολή αυτού του πάθους, και πως αγνοεί και προσβάλλει τη φύση και την αξία των πραγμάτων, με το εξής: το να μιλάη κανείς με διαρκείς υπερβολές, μόνο στον ερωτα δείχνει ταιριαστό. Ουτε περιορίζεται στα λόγια, διότι, ενω εχει ειπωθεί σωστά, οτι ο αρχικόλακας, με τον οποίο ολοι οι μικροί κόλακες συμφωνούν, ειναι ο ιδιος ο εαυτός του ανθρώπου, σίγουρα ο ερωτευμένος ειναι κάτι περισσότερο. Διότι ποτέ δεν υπήρξε υπερήφανος άνδρας, ο οποίος να εχη τόσο παράλογα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, οπως εχει ο ερωτευμένος για το αγαπημένο του πρόσωπο, και γι' αυτό καλώς ειπώθηκε ότι, είναι αδύνατο να ειναι κανείς ταυτόχρονα ερωτευένος και συνετός. Ουτε συμβαίνει αυτή η αδυναμία να γίνεται φανερή μόνο στους αλλους, και οχι στο αγαπώμενο πρόσωπο. Αντίθετα, σε αυτό ακόμη περισσότερο, εκτός κι αν ο ερωτας ειναι αμοιβαίος. Διότι ισχύει ο κανόνας, οτι ο ερωτας πάντα ανταμοίβεται ειτε με ανταπόδοση ειτε με μιά ενδόμυχη και μυστική περιφρόνηση. Ακόμη περισσότερο, λοιπόν, θα έπρεπε οι ανθρωποι να ειναι προσεκτικοί μ' αυτό το πάθος, που δεν ειναι μόνον η αιτία να χάσουν αλλα πράγματα αλλά και το ίδιο αυτό που ποθούν. 

Οσο για τις άλλες απώλειεις, η αφήγηση του ποιητή τις παριστά καλά: εκείνος που προτίμησε την Ελένη, εγκατέλειψε τα δώρα της Ηρας και της Παλλάδος. Διότι, όποιος δίνει υπερβολική αξία στο ερωτικό αισθημα, εγκαταλείπει και τα πλούτη και τη σοφία. Η πλημμυρίδα αυτού του πάθους ερχεται ακριβώς στις ωρες της αδυναμίας, δηλαδή στη μεγάλη ευτυχία η τη μεγάλη κακοτυχία ( αν και το τελευταίο εχει παρατηρηθεί λιγότερο συχνά). Και οι δύο αυτές ωρες διεγείρουν τον ερωτα και τον κάνουν περισσότερο πυρετώδη και συνεπώς αποδεικνύουν πως ειναι τέκνο της αφροσύνης. Κάνουν καλύτερα εκείνοι που, αν δεν μπορούν παρα να αποδεχθούν τον ερωτά τους, τον κρατούν ωστόσο στη σωστή του θέση , και τον αποκόπτουν τελείως απο τις σοβαρές υποθέσεις και πράξεις της ζωής τους. Διότι, μια φορά να αναμιχθή στις δουλειές τους, αναστατώνει την τύχη των ανθρώπων, και τους κάνει να μην μπορούν να σταθούν πιστοί στους σκοπούς τους.

Δεν ξέρω πώς, αλλά οι στρατιωτικοί ειναι επιρρεπείς στον ερωτα: νομίζω, με τον ιδιο τρόπο που ειναι επιρρεπείς στο κρασί, γιατι οι κίνδυνοι συνήθως ζητούν να πληρωθούν με ηδονές. Υπάρχει στη φύση του ανθρώπου μια μυστική τάση και ροπή προς την ανάγκη για τους αλλους, η οποία, αν δεν αναλωθεί σε μερικά πρόσωπα η σε ενα, σκορπίζεται αβίαστα σε πολλούς, και κανει τους ανθρώπους ευσπλαγχνικούς και ελεήμονες, οπως παρατηρούμε μερικές φορές στούς μοναχούς. Η αγάπη μεταξύ των συζύγων γεννάει την ανθρωπότητα, η αγάπη μεταξύ φίλων την τελειοποιεί, αλλά η αχαλίνωτη αγάπη την διαφθείρει και την ευτελίζει...

Francis Bacon

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ

(Η φωτογραφία ειναι από τη σελίδα της Διβρης http://www.mydivri.gr/)

Ανάμεσα στο Κακοτάρι, το Πανόπουλο, τα Ντινέικα και το Ζωδότι και σε μια έκταση λίγων χιλιάδων στρεμμάτων, κατέγραψα εκατό και πλέον τοπωνύμια και είμαι σίγουρος ότι έχω ξεχάσει αρκετά ακόμη.
Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι της περιοχής μας –της κάθε περιοχής- όταν έσφυζε από ζωή –και όταν η ασχολία τους ήταν η αγροτοκτηνοτροφία, χαρτογραφούσαν το χώρο τους βάζοντας σημάδια με ονόματα που γίνανε κοινά αποδεκτά, αντέξανε στο χρόνο και ακούγονται ως σήμερα, έστω κι αν δεν ανταποκρίνονται στον αρχικό τους σκοπό. Τα σημάδια αυτά ,δηλαδή τα τοπωνύμια, που δεν θέλουμε να ξεχαστούν, ήσαν σταθερά σημεία αναφοράς, όπως μεγάλα δέντρα, βρύσες, πέτρες, δρόμοι, ρέματα κ.λ.π. και κυρίως ονόματα ή παρατσούκλια ιδιοκτητών των χωραφιών και των κτημάτων. 
Ήσαν δηλαδή ένα είδος μικρού άτυπου κτηματολογίου με νοητά αλλά σαφή όρια μεταξύ των κτημάτων και άρα ένας τρόπος αρμονικής συμβίωσης των γειτόνων κτηματιών. Κάποιες φορές η αλληλοβοσκή ή η κακή φύλαξη του κοπαδιού του ενός εις βάρος του άλλου ήσαν στοιχεία καλής γειτονίας, άλλες όμως φορές αντικείμενο αντιδικίας που λυνόταν στα τοπικά αγρονομικά δικαστήρια. 
Όταν κάποιος δεν ήθελε ξένο κοπάδι στα χωράφια του επειδή ήθελε να τα βοσκήσει το δικό του το κοπάδι ή από γινάτι να τιμωρήσει το γείτονα, τότε τα «κουτρούλιαζε». Τα κουτρούλια ήσαν μικροί λοφίσκοι ( σωροί) από φρεσκοσκαμμένο χώμα με καμιά «λούρα» στην κορυφή που σήμαιναν ότι το χωράφι «αμποδιέται», δηλαδή φυλάσσεται και άρα απαγορεύεται η είσοδος ξένου κοπαδιού μέσα σ΄ αυτό. Ο αγροφύλακας ήταν ο τοπικός άρχοντας και εκαλείτο να επιβάλει την τάξη.
Κάποια άλλα τοπωνύμια δοθήκανε για άλλους λόγους π.χ. ιστορικά γεγονότα, ιστορικά πρόσωπα, ιδιαίτερες τοπικές καταστάσεις κ.λ.π. Αυτούς τους λόγους και τις μικρές ιστορίες με τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά που κρύβονται πίσω από τα τοπωνύμιά μας αναζητούμε σ΄ αυτήν την μικρή έρευνα και ζητάμε από τους μεγαλύτερους να μας διηγηθούν ό,τι γνωρίζουν. Αν προσφέρουμε μια μικρή συγκίνηση στους συντοπίτες μας ή έστω ένα μικρό ενδιαφέρον στους νεώτερους και εάν διατηρήσουμε την τοπική μας φυσιογνωμία, τότε η προσπάθειά μας θα έχει κατ΄ ελάχιστο ευοδωθεί. 
Ακολουθεί κατάσταση με τα τοπωνύμια, ένα σπάνιο έντυπο της δεκαετίας του ΄20 , όπου οι κτηνοτρόφοι έπρεπε να δηλώσουν τα κοπάδια τους, τους σμίκτας «σέμπρους» και τα λιβάδια που θα βοσκούσαν το καλοκαίρι έτσι ώστε να πληρώσουν τον αναλογούντα φόρο, και μια κλήση «εν ονόματι του νόμου» για αγρονομική παράβαση που εκδικάστηκε στο Αντρώνι το 1962 . 
Η Αλοβά, η Αρκουδιά, η Αραπόλιμνα, η Απάνου-αγραπιδούλα, η Απάνου-σκαφίδα, η Αμμουδερόστανη, η Αγία Μαρίνα, η Αγία Παρασκευή, το Αλωνάκι, του Αλεξάκη, ο Αλογόπορος, του Αρνιακού, ο Άρμιτσος, οι Ακουμπήστρες. Της Βασίλως η βρύση, της Βασίλως το ίσωμα, του Βγένιου το πουρνάρι, ο Βούξος, της Βήτας το χωράφι, τα Βρυσούλια. Του Γαβρά η λίμνα, το Γερακάρι, τα Γούπατα, Τα Δέντρα, οι Διασέλες, το Διάσελο, ο Δερβινέικος δρόμος, το Διπόταμο, Της Ζωίτσας τα κοφίνια, Τα Θανασέικα πλάγια, ο Θοδωρέικος λόγγος, Του Κουρούτη το πουρνάρι, του Καψάλη, του Καραμπέλα τα γαλάρια, του Κασκαβέλη η αγραπιδιά, το Κεφαλόβρυσο, οι Κορδέλες, η Κυλημένη πέτρα, η Κουμαριά, το Κρυφοθήλι, ο Καλογεροβίκος, τα Κομμένα δέντρα. Η Λύριζα, ο Λυκοχορός, του Λιά το πλάι, τα Λινίσια, τα Λιθαράκια, οι Λουρίδες, η Λιθαρόστρουγγα, το Λιβάδι, η Λαγκάδα, του Λιβαδιού το ρέμα, του Λάπα το χωράφι, η Λιμπόλακκα, του Μπαρτζόκα η αγραπιδιά, ο Μπρινιάς, το Μεγαλάκωμα, του Μουγγου η κοτρόνα, η Μπουκούτα, η Μαλόταινα, ο Μύλος. Του Ντερντίνη, ο Νταβιλάς, το Νησί, Το Ξύβουνι, Η Οξοφωλιά, Του Πανουτσόπουλου, το Παναγέικο αλώνι, η Παλιοφυτειά, τα Πλατανάκια, το Πετρωτό, η Πιλαλήστρα, οι Παλιοκαρυές, του Παπά η μάντρα, του Παπά το πουρνάρι, της Παπαδιάς το χωράφι, οι Πλακολήθρες, το Πολυτρίχι, του Παθιάνου το λαγκάδι, η Παναϊτσα, οι Πορτούλες, του Παδέλα το περιβόλι,. Του Στάθη το καταράχι, το Σταυροπιό, του Σταυρακιού το ρέμα, το Σφερδουκλάκι, η Στρουμπουλή αγραπιδιά, το Σέλιτσο, ο Σαλμός, οι Σκάλες, η Στερφόλιμνα, του Σουρλή το ζωνάρι, οι Συκιές, το Στρογγύλισμα, το Σταυράκι, η Σκαφιδιά, Το Τριλάγκαδο, το Τσερεγούνι, η Τρούπα, του Τουρκοπαναή η σπηλιά, το Τσούμπι, το Τρουμπάλι, Τα Φρατζάτα, Η Χοντρή πέτρα.

Ι.Β.Ντινόπουλος
ioannis_dinos@yahoo.gr
Απο τη σελίδα του Κωστα Παπαντωνόπουλου http://www.antroni.gr/

21 Σεπτεμβρίου 2008

Η προσευχή του ταπεινού- Ζαχαρίας Παπαντωνίου




Κύριε, σαν ηρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
Αλλη ψυχή δὲν εβλαψα στον κοσμο απ᾿ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ηταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.
Μ᾿ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Ειν᾿ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου αλλος δεν χτυπά κανείς απ᾿ τον αγέρα.
Δεν εχω δόξα. Ειν᾿ ησυχα τα εργα που εχω πράξει.
Ακουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση εχω κοιτάξει.
Εδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν εχω τίποτα να διώξω η να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ 'ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν᾿ αφανιστώ χωρὶς να ξαναζήσω...
Σ᾿ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που ειδα.

(Απο τα Θεία δώρα)

20 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Γιάννης Ψυχάρης στο λεύκωμα μιάς κυρίας..

Στο λεύκωμα μιας Αθηναίας κυρίας έγραψε ο Γιάννης Ψυχάρης τα ακόλουθα λόγια :

Ίσως ακούσατε, κυρία μου, να με λένε μαλλιαρό. Τώρα που με είδατε, θα ξέρετε πόσο λυπούμαι που το κεφάλι μου ...το μαραμένο, το χινοπωριάτικο, με τα φύλλα του τα λιγοστά, κανένα δικαίωμα πια δε μου αφήνει να λέγουμαι μαλλιαρός. Μου έρχεται το όνομα σαν ειρωνεία και σαν πίκρα...
Μα και γω τ' αξιώθηκα να σας δω μια στιγμούλα. Είδα και κάτι μαλλιά....Τι μαλλιά ! Καλοκαίρι . Κι αυτό ίσα-ίσα φωνάζω, αυτό ποθώ, πρώτες οι γυναίκες, που φυσικά είναι μαλλιαρές, να πλέξουνε την ομορφιά τους, χρυσό στεφάνι, γύρω-γύρω στην Ιδέα....

11 του Αη Δημήτρη 1907

Ψυχάρης

Κακοτάρι - Απο την ομάδα του καθηγητού κ.Cooper

Φωτογραφία: Ιωάννης Ντινόπουλος
 Το σπίτι του μακαρίτη μπαρμπα-Λιά και του μακαρίτη του Κιτσάκου, λίγο πρίν μπούμε στο χωριό, αριστερά απο το δρόμο.

... Ετσι ειδαν και ετσι ακριβώς ηταν, μέχρι πρίν απο λίγο, ενα παλιό σπίτι στο χωριό μου. Ετσι λοιπόν το "φωτογράφισαν" με την αρχιτεκτονική τους πένα, (η ομάδα του αρχαιολόγου κ. Cooper), και το στείλανε στην ιστορία...

Στη φωτογραφία κάτω ο καθηγητής κ. Frederic Cooper, ο οποίος για τρία συνεχή καλοκαίρια ειχε κατασκηνώσει στο Διπόταμο (199ο-1993), με την ομάδα του απο το πανεπιστήμιο της MINNESOTA , καταγράφοντας τα ερείπια του κάστρου της Οχιάς και την αρχιτεκτονική της περιοχής ( Στην εργασία του αυτή, που με τιμά ως Ηλείο και Ακρώρειο, θα επανέλθω).


Ι.Β.Ντινόπουλος


Για την τραγωδία......


Οι ανθρωποι πάντα ερμήνευαν (ερμηνεύουν)τα φαινόμενα της ζωής και τα συμβαίνοντα και πάντα εκφράζουν (εξέφραζαν) την απήχηση που εχουν τα συμβάντα πάνω τους. Λαχτάρα λοιπόν ερμηνείας και εκφρασης. Δεδομένο αυτό.
Πάντοτε όμως -παντού- η ερμηνεία ( η κάθε ερμηνεία) αφήνει τυφλό ενα μεγάλο ποσοστό ανερμήνευτου, και πάντα η έκφραση διεκδικεί να φωνάξη ολο το ευρος του μεγάλου αβάστακτου. Και αυτό δεδομένο. Και αυτό ακριβώς το ανερμήνευτο που μένει και το αβάστακτο που βαραίνει- μαζι τα δυό, σαν ενα-ειναι ο χωρος που βλάστησε ιθαγενής την τραγωδία.
Ανερμήνευτο λοιπόν που δεν αντέχεται και αβάστακτο που δεν ερμηνεύεται, ειναι η υποχρεωτική συνθήκη που κάποτε, κάπου, τον 5ο αιώνα στην Αθήνα εδωσε την εμπνευση ωστε μια γιορτή ζωικού αλαλαγμού και θρησκευτικής ικεσίας να μεταπλαστή και να παρασταθή ετσι που να εκφραστούν τα δεινά της ζωής και ο πόνος τους με βάση μια γνωστική ερμηνεία "θεϊκής προγραφής"
Αυτή η γνωστική (θεϊκή) ερμηνεία "συλλογίζεται" ως εξής : Ο άνθρωπος (γενικά και σαν άτομο) ζει μεσα σ' ενα πλέγμα ορίων και με τρόπο ταγμένο. Τον τρόπο και το πλέγμα (=η φύση του πράγματος) τα ειπαν Ανάγκη. Ανάγκη λοιπόν= μια τάξη απαρασάλευτη...που η φύση της ειναι να διασαλεύεται και η διασάλευση να πληρώνεται, συνέχεια να πληρώνεται, και την πληρωμή αυτήν την ατέλειωτη την ειπαν Δεινό.
Η φύση λοιπόν της Ανάγκης ειναι να κυοφορή και να επιρρίπτη Δεινά στους ανθρώπους. Αλλά οχι αναίτια, οι άνθρωποι πρέπει να γίνονται αξιοι ή φταίχτες να πάθουν, άρα να πράττουν, και γι' αυτό να ευθύνονται, αρα οι πράξεις τους να αντιδικούν στην Ανάγκη και να διασαλεύουν το status της. Αυτές τις πράξεις τις ονόμασαν Υβρη.
Οι άνθρωποι λοιπόν ειναι να παθαίνουν Δεινά, και για να πάθουν Δεινά πρέπει να κάνουν Υβρη, και το να κάνουν Υβρη και να πάθουν Δεινά ειναι Ανάγκη. Δεν φτάνει όμως, διότι: Η Υβρη ειναι μια διατάραξη και υπέρβαση. Νιώθεται. Εχει το σκεπτικό της ,μεθοδεύεται. Και άρα αντιστέκεται ο άνθρωπος σ' αυτήν και αποτρέπεται.
Αρα: Για να μην ξεφύγη ο άνθρωπος απο την Υβρη, που πρέπει, πρέπει να μπή σ' αυτήν άθελα- ξέροντας αλλά κάνοντας λάθος- και επιμένοντας θέλοντας. Αλλοιώς να ειναι και και άλλα να κρίνη του Νού του η σύγχυση. Αυτήν λοιπόν την σύγχυση του νού την ειπαν Ατη.
Ατη λοιπόν, τού νου η θεοβλάβεια που σπρώχνει στην Υβρη, και αυτή διαταράσσει το status της Ανάγκης προκαλώντας Δεινό, και επειτα η τιμωρία του φταίχτη που τον έσπρωξε η Ατη και έκανε Υβρη
Αυτήν την τιμωρία την είπαν Δικη
Η Ανάγκη λοιπόν εχει ορίσει τη ζωή να ειναι έτσι, οπως αυτή προκύπτει εκ των υστέρων, και προκύπτει οπως ειναι Τακτόν. Αυτό το Τακτό-σε ατομικό επίπεδο- το διασαλεύει η Υβρη και αυτην την προετοιμάζει και την προωθεί η Ατη (και το αντίστροφο).
Η Ατη λοιπόν προκαλεί την Υβρη και η Υβρη επιτείνει την Ατη και οι δυό μαζί-που ειναι Δεινά- προκαλούν τη Δίκη και η Δίκη σημαίνει Δεινό, και το Δεινό επιβεβαιώνει εκ των υστέρων την Ανάγκη- την Τακτή εκ των προτέρων.....
Αγριο πλέγμα Ορίων, μεδα στο οποίο ο άνθρωπος (ατομο) επιλέγει και πράττει μόνος του, θέλοντας, ό,τι ηταν ταγμένο γι' αυτόν εν αγνοία του. Αυτό το ειπαν ολο Τραγικό.
(Στην τραγωδία λοιπόν τα γεγονότα και τα πρόσωπα συμπλέκονται και αλληλοπροκαλούνται μ' αυτήν την αιτιότητα:

Ανάγκη-Υβρη
Υβρη -Ατη
Ανάγκη-Ατη-Υβρη
Ατη -Δίκη
Υβρη -Δίκη
Δίκη -Δεινόν
Δεινόν -Τακτόν
=Τραγικόν)

Απο το εργο της "ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ" Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο

Περιμένοντας τους Βαρβάρους



-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

18 Σεπτεμβρίου 2008

Το παλιό παράθυρο...Παναγιώτης Παπαδούκας


Πολλά παράξενα μου έχουν συμβεί στη ζωή μου, αλλά ετούτο εδώ είναι από εκείνα που βγαίνουν από τα όρια. Είχα νοικιάσει ένα ήσυχο σπιτάκι, σ' ένα ήσυχο δρόμο, σε κάποια ήσυχη γειτονιά. Δεύτερο πάτωμα. Στο πρώτο έμενε η σπιτονοικοκυρά, η κυρία Ευτέρπη, που δεν έμενε όμως, γιατί θα πήγαινε να μείνη σε κάποια συγγένισσά της, σε κάποιο χωριό. Για λίγον καιρό. Μόλις έβαλε στο χέρι τα πρώτα μαζεμένα νοίκια, πήρε τη βαλίτσα και αναχώρησε : Τα μάτια σας και το σπίτι κύριε Αντωνάκη. Έννοια σου, κυρία Ευτέρπη. Να πας στο καλό κι όταν θα γυρίσης θα το βρης στη θέση του. Μοναχός σ' ένα σπίτι. Απόλαυσι. Και να 'χης κι έναν μικρό κήπο με περικοκλάδες και μια συκιά που θά 'κανε σύκα στον καιρό της. Άλλη απόλαυσι.
Το απάνω πάτωμα που λέω, είχε δύο δωμάτια. Και το ενα ειχε και παράθυρο στο δρόμο. Αυτήν την κάμαρα, που ήταν ανατολική, την προώρησα για κρεβατοκάμαρα. Και δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά, γιατί έτσι είχε κανονίσει η κυρία Ευτέρπη. Το σπίτι ήταν επιπλωμένο. Μια σιδερένια κρεβατάρα, στολισμένη με παχουλά αγγελάκια, μου υποσχόταν ήσυχο ύπνο κι έπεσα νωρίς την πρώτη νύχτα της "μισθώσεως" για να τον απολαύσω.
Και εκεί κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα, με ξύπνησε μια τραγουδιστική θρηνωδία που άκουσα έξω απο το παράθυρό μου. Ήταν μια σπασμένη, βραχνή αντρική φωνή, που την ακομπανιάριζε μια κιθάρα κι εκείνη σπασμένη, καθώς κατάλαβα. Κι έλεγε λοιπόν η θλιβερή φωνή :"Η νύχτα φεύγει ολόχαρη, νεράιδα μου κοιμάσαι..." και τα λοιπά. Αϊ, περαστικός είναι, είπα μέσα μου.Θα κάνη το κέφι του ο άνθρωπος και θα πάη στη δουλειά του. Αλλά δεν πήγε. Αφού τελείωσε τη τη νύχτα που φεύγει ολόχαρη, έπιασε το "αν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι " και πολλά και διάφορα άλλα τέτοια. Εγώ έχω τον ύπνο μου πολύ ελαφρό και που να κλείσω μάτι. Είπα να βγώ στο παράθυρο και να τον βάλω μπροστά τον κανταδόρο, αλλά ύστερα έκανα άλλη σκέψη: Πρώτη μέρα, ας μην κάνω καυγά. Κάποτε θα φύγη ο μοναχικός τραγουδιστής. Και πραγματικά σταμάτησε μετά τις τρεις. Μέσα στη βαθειά σιγή της νύχτας, άκουσα τα βήματά του που ξεμάκραιναν στο πεζοδρόμιο. Κοιμήθηκα.
Τη δεύτερη νύχτα, νάτος πάλι ο βραχνός κι απελπισμένος τραγουδιστής με τη θλιβερή κιθάρα. Ο.τι με είχε πάρει ο ύπνος, η σπασμένη φωνή ξεχύθηκε στο δρόμο και τριβέλιζε τ' αυτιά μου : 
"κάτω εις την ερημον σ' ερημα δάση τον τάφον μου εσκαψα δια να ταφώ... δια να ταφώωωωωωω!"
Και αυτό το τελευταίο το " ταφώωωωωωωωω" το τράβαγε σαν σερπατίνα που ξετυλίγεται. Είπε και δεύτερο, και τρίτο και τέταρτο. Α ! Εδώ έχουμε να κάνουμε με συστηματικό ταραξία της νυχτερινής ησυχίας. Εκείνο που μούκανε εντύπωση, ήταν ότι αυτός ο ρωμαντικός φωνακλάς ερχόταν μόνος του. Δεν είχε συντροφιά να τον σεγκοντάρη, όπως γίνεται με τις καθώς πρέπει καντάδες. Σκέφτηκα πάλι να προβάλω στο παράθυρο και να τον κατσαδιάσω, αλλά η φωνή του, μ΄όλο που ήταν βραχνή, είχε κάτι το συμπαθητικό.
Για ποιόν τραγουδάει άραγε; αναρωτήθηκα. Θάναι καμμιά σκληρόκαρδη γειτονοπούλα, που δεν εννοεί να ενδώση. Το πρωί θα ερευνήσω.
Αλλά που να ερευνήσω ; Απέναντι δεν υπήρχαν σπίτια. Ήταν οικόπεδα.Στο από δεξιά διπλανό σπίτι καθόταν ένα ζευγάρι συνταξιούχοι. Και στο από αριστερά διπλανό, μια οικογένεια που είχε δυο αγόρια. Κορίτσια πουθενά. Κι έπειτα, αυτός ο τύπος, στεκόταν ακριβώς κάτω από το δικό μου παράθυρο. Που στο διάολο ήταν χωμένη η λεγάμενη που τον είχε φέρει σε τέτοια αξιολύπητη θέση; Να είχε στόχο την κυρία Ευτέρπη , αποκλείεται. Η γυναίκα είχε πατημένα τα εξήντα πέντε και δεν σήκωνε ρομάντσα.
Και την τρίτη νύχτα, το πρόγραμμα επαναλαμβάνεται. Κατά τη μιάμιση ακούστηκε πάλι:
"Ρόδον, ρόδον μου ωραίον μου μαραίνεις την καρδίαν και της αύρας ευωδίαν πανταχού διασκορπάς...."
Εξακολούθησε το ρεπερτόριό του κι έφυγε αργά. Ήταν η τελευταία φορά που έκανα υπομονή. Αν ξαναρχόταν και αύριο, θα πέρναγα στην αντεπίθεσι. Έπεσα κατά τις δώδεκα. Άκρα ησυχία. Κι έπειτα ένα μουρμούρισμα αναδεύτηκε στ' αυτιά μου και ξύπνησα: 
"Άνοιξε το παράθυρο το κρυσταλλένιο τζάμι, πούχω δυό λόγια να σου πω και ξανακλείστο πάλι....""
Και ενώ ετοιμαζόμουν να σηκωθώ και ν' ανοίξω το παράθυρο, για να του πω τα λόγια που έπρεπε, στα πατζούρια μου αντήχησαν κάτι κοφτοί κρότοι. Ήταν πετραδάκια που πετούσε ο ενοχλητικός αυτός κανταδόρος. Α ! Εδώ συμβαίνει παρεξήγησις. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο άνθρωπος θα νομίζη πως κάποιο άλλο πρόσωπο διαμένει εδώ μέσα και σ΄αυτό απευθύνει τους καϋμούς και τους οδυρμούς της καρδιάς του. Φανερό πως πριν από μένα θα καθόταν η σκληρόκαρδη στο έντιμο διαμέρισμά μου. Θα τον βγάλω από την πλάνη τον άνθρωπο, να ησυχάση κι εκείνος κι εγώ.
Κι ανοίγω το παράθυρο. Ειναι πανσέληνος, ο δρόμος κολυμπάει στο φεγγαρίσιο ασήμι. Περιμένω να ιδώ κάποιον νέο, η οπωσδήποτε νέο, τέλος πάντων. Και οποία εκπληξί μου, όταν, μέσα στην πανδαισία του σεληνόφωτος, βλέπω έναν ψηλό και αδύνατο γέρο, με την κιθάρα στο χέρι. Η αγανάκτησί μου ξεφούσκωσε αμέσως.
-Εσείς τραγουδάτε; τον ρωτώ.
-Μάλιστα.
-Και πετάξατε και πέτρες στο παράθυρό μου, για ν' ανοίξω το κρυστάλλινο τζάμι;
-Εγώ ...Σας γίνομαι ενοχλητικός ίσως, αλλά δεν δύναμαι να πράξω άλλως. Ο έρως.. ..Έχετε ερωτευθή καμμιά φορά ;
-Πολλές...
-Εγώ μόνον άπαξ. Διότι πιστεύω εις τον ένα και μοναδικό έρωτα. Και εις αυτόν επιμένω.
Έχει έρθει πολύ κοντά. Κι όπως είναι ψηλός και το παράθυρό μου λίγο χαμηλό-γιατί το κάτω πάτωμα είναι σχεδόν ημιυπόγειο-δεν με χωρίζει ούτε ένα μέτρο απόστασι από το κεφάλι του. Το πρόσωπό του είναι πολύ συμπαθητικό, έχει μια γλυκειά ευγένεια κι ένα άσπρο μουστακάκι. Τι σόϊ ερωτευμένος, στα εξήντα χρόνια; και κανταδόρος μάλιστα. Έλα Παναγία μου !
-Ο έρως είναι αναφαίρετον δικαίωμα παντός ανθρώπου, ανεξαρτήτως ηλικίας, φυλής και θρησκεύματος, του λέω μαλακά. Και η καντάδα επίσης , με κάποιους περιορισμούς. Παρ' όλον ότι στην εποχή μας είναι σύστημα χρεωκοπημένο.
-Εγώ επιμένω εις τα παλαιά.
-Να επιμένετε. Αλλά οφείλω να σας πληροφορήσω ότι εδώ δεν εμμένει πλέον το αγαπημένο σας πρόσωπον. Εδώ τώρα εμμένω εγώ. Η "εκείνη σας", έχει αλλάξει μίσθιον. Υποθέτω ότι θα έφυγε προ δέκα η είκοσι ημερών..
-Προ είκοσι τεσσάρων ετών ! απαντά ο συμπαθητικός γέρος.
Αϊ, αυτό πια ήταν από εκείνα που ακούει κανείς μια φορά στη ζωή του, η και καμμιά.
-Προ είκοσι τεσσάρων ετών; λέω και νομίζω πως ονειρεύομαι.
-Μάλιστα. Έως τότε διέμενε εδώ. Την είχα ιδή σ' ένα αποκριάτικον χορόν και την ερωτεύθην. Ερχόμουν, λοιπόν και της έκανα καντάδες κάθε νύχτα.
-Μόνος;
-Όχι. Είχα και δύο φίλους μου συνοδούς, που με σεγκοντάριζαν. Τον Παρασκευάν και τον Χαρίλαον.
-Και τώρα γιατί δεν έχονται πλέον;
-Απεβίωσαν
-Θεός σχωρές τους.
-Ευχαριστώ. Ρωμαντικός έρως όπως αντιλαμβάνεσθε. Διήρκησε τρία και ήμισυ έτη. Όταν άρχισα την καντάδα μου, εκείνη άνοιγε σιγά-σιγά το παράθυρόν της-αυτό το παράθυρον εις το οποίον τώρα προβάλλετε σεις. Και έβλεπα το ωραιότατον και θεσπέσιον πρόσωπόν της, προικισμένον με όλας τας χάριτας της φύσεως. Α! αυτή δεν ήτο γυναίκα, ήτο θεά !....
-Και γιατί δεν την επήρατε;
-Την εζήτησα, δια γνωστού μου προσώπου, το οποίον ανέλαβε να μεσολαβήση. Αλλά ο σεβαστός και άσπλαχνος πατήρ της, απέρριψε παταγωδώς την πρότασίν μου, διότι ήμουν πτωχός........
-Λοιπόν;
-Ο έρως μας εξηκολούθει. Διότι ηγαπώμεθα. Εξηκολούθησα τις καντάδες μου. Εκείνη μου έρριπτε πότε-πότε κάποιο ρόδον, το οποίον ησπάζετο προηγουμένως. Τα έχω φυλαγμένα στο σπίτι μου. Κάποιαν νύχτα ετόλμησα να κρεμάσω και σχοινένια σκάλα και ν' ανέβω έως εκεί. Ήταν ο μόνος ασπασμός που αντήλλαξα με το ίνδαλμά μου.
-Δεν επαναλάβατε το πείραμα;
-Όχι. Διότι έπεσα και υπέστην κάταγμα των πλευρών. Όταν ανέρρωσα επανήλθον.
-Ωραία. Και οι σεβαστοί και άσπλαχνοι γονείς της, δεν σας έπαιρναν είδησι;
-Ο μεν πατήρ της ήταν βαρήκοος ! Η δε μήτηρ της, συνεπάθει το αίσθημά μας.
-Και εποίει την νήσσαν!....
-Ακριβώς. Τριάμισυ έτη διέρευσαν ετσι. Και μίαν ημέραν πληροφορούμαι ότι η εκλεκτή μου νυμφεύεται, με άνθρωπον που της επέβαλεν ο σεβαστός και σκληρός πατήρ της. Ενυμφεύθη και μετεκόμισεν εις άλλην οικίαν.
-Και σεις τι κάνατε;
-Εγώ ηξηκολούθησα τις καντάδες μου. Κατ' αρχάς επρόβαλλεν η σεβαστή μήτηρ της, η οποία και συνέπασχε μαζί μου. Έπειτα οι σεβαστοί γονείς απέθαναν. Οι ένοικοι ήρχοντο και παρήρχοντο και εγώ, συνέχιζα τις αισθηματικές μου μελωδίες
-Και τις συνεχίζετε ακόμη.
-Επί 28 συναπτά έτη. Σχεδόν δεν έλειψα μίαν νύχτα.
-Πολύ συγκινητικά ολ' αυτά που μου λέτε καλέ μου κύριε, αλλά τι σκοπό έχει αυτή η επιμονή; Αφού εκείνη έφυγε....
-Μάλιστα. Αλλά ο έρως μου δεν εστρέφετο μόνον προς την αγαπημένην μου, αλλά και προς το παράθυρον, που την επλαισίωνε. Εκείνη έφυγε, το παράθυρον μένει. Αυτό το παράθυρον είναι ο έρως μου, οι αναμνήσεις μου, το ίνδαλμά μου. Εδώ, που επρόβαλλεν εκείνη, θεσπεσία και αξιολάτρευτος. Εδώ έχω εναποθέσει την καρδίαν μου.
-Στο παράθυρο;
-Ναι, έτσι αγαπούσαμε εμείς οι παλαιότεροι, στους ρωμαντικούς χρόνους. Εκείνη τώρα έχει χοντρήνει, τα μαλλιά της έχουν λευκανθεί. Είναι και πολύτεκνος. Αλλά εγώ νομίζω ότι την βλέπω πάντοτε νέαν, ωραίαν, και εξαισίαν ως άγγελον, όπως τότε........
-Και δεν πρόκειται να παραιτηθήτε;
-Μα πώς να αποχωρισθώ από το αγαπημένο μου παράθυρον; Είναι η μόνη μου σκέψις.. Ας μη σας ενοχλώ πλέον. Καληνύχτα σας. Αύριον θα επανέλθω......
Και επανήλθε. Και ξαναεπανήλθε. Και ερχόταν κάθε νύχτα, για να μη μ' αφήνη να ευχαριστηθώ ύπνο. Δεν του ξαναείπα τίποτα, γιατί ο συμπαθητικός κι' ευγενικός γέρος, με είχε συγκινήσει βαθειά. Ακόμα και ο πιο πεζός άνθρωπος του κόσμου, έχει μια τρυφερή χορδή στην κιθάρα της ψυχής του..
Όμως έπρεπε να κοιμηθώ κιόλας. Η μια σκέψη που έκανα ήταν ν' αλλάξω σπίτι πριν τον δω καμμιά νύχτα να μου ανεβαίνη με σχοινένια σκάλα. Αλλά μια δεύτερη, σοφώτερη, άστραψε στο νου μου. Και το δέκατο πέμπτο βράδυ, άνοιξα το κρυσταλλένιο τζάμι.
-Μπορώ να σας πω ;
-Ορίστε.
-Το αγαπάτε πολύ το παράθυρο;
-Είναι το μόνο που αγαπώ.
-Λοιπόν. Αν το βγάλω και σας το δώσω ολόκληρο, με τα παραθυρόφυλλα, τα τζάμια, το πλαίσιο, και το πρεβάζι....
-Θα κάνετε τέτοια θυσία; μ' έκοψε με τρεμάμενη φωνή. Α! Τι υπέροχη χειρονομία !
-Θα εξακολουθείτε να επανέρχεστε;
-Δια ποίον λόγον; Αφού το παράθυρον θα το έχω εγώ; Θα το στήσω στην αυλήν του σπιτιού μου και θα κάνω εκεί τις καντάδες μου.
-Λαμπρά. Αύριο το βράδυ φέρτε ένα καροτσάκι να το πάρετε !
Πρωϊ-πρωϊ έφερα μαστόρους, ξύλωσαν το παράθυρο κι έβαλαν καινούργιο. Και αργά το βράδυ, ο ευγενικός γέρος κουβάλησε ένα καροτσάκι και το φόρτωσε. Μούσφιξε το χέρι: Με κάνετε τον ευτυχέστερο άνθρωπο του κόσμου, μου είπε. Σας ευγνομονώ.
-Που είναι το σπίτι σας;
-Ιορδάνου 86. Καληνύχτα σας.
Πέρασα κιόλας την άλλη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία, με κήπο. Καθώς πλησίαζα άκουσα πάλι τη βραχνή φωνή του γέρου
" Ρόδον, ρόδον μου ωραίον..... "
Έσπρωξα σιγά την εξώπορτα και τον είδα με την κιθάρα, μπροστά στο παράθυρο που τόχε στήσει στην αυλή.....
Κι έπειτα την έκλεισα σιγά και τράβηξα για ύπνο.....


Σημείωση δική μου:
Το κείμενο δακτυλογραφήθηκε από μένα. Δεν το έχω συναντήσει πουθενά στο διαδίκτυο. Προσπάθησα να διατηρήσω την ορθογραφία του συγγραφέα.
Ι.Β.Ν.

16 Σεπτεμβρίου 2008

Λόγος και σκέψεις...


Σκεφτόμαστε με λέξεις και εκφραζόμαστε με σκέψεις....

Ο ορθός λόγος προάγει τη σκέψη, προηγμένη σκέψις καλλιεργεί ευγενή αισθητική αντίληψη και καλλιεργημένη ευγενής αισθητική αντίληψις αναβαθμίζει τον ήδη προηγμένο λόγο, έτσι ώστε να βρισκόμαστε σε μία διαρκή ανιούσα σπείρα πλησιάζοντας το ...Θείο !

Ι.Β.Ντινόπουλος