ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

7 Δεκεμβρίου 2013

Ο Τ Ε Μ Π Ε Λ Η Σ

Ο  Τ Ε Μ Π Ε Λ Η Σ

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου


— Ήταν, οπού λέτε, τεμπέλης ο άμοιρος. Οκνιάρης φοβερός, που δεν είχε το ταίρι του. Να τρώη, να τρώη ήθελε. Να περιδρομιάζη αδούλεφτο. Σαν εφούσκωνε καλά την παραδαρμένη του, εξεζωνόταν τη φουστανέλα του, κ' έγερνε σε καμιά λάκα ανάσκελα. Άνοιγε το στόμα στον ήλιο σα λουρίτης, κι αγκομάχαε από το πολύ πρήσιμο. Μα όσο να τον τρέφουν, παιδιά μου, οι γονήδες του τον καθένανε, έρχεται, καιρός που τους χάνει. Κ' είνε πια πρεπειό του κι ανάγκη του, να ξεδουλέψη κι ατός του το ψωμάκι του. Μην ψοφήση από την πείνα, σα μολεμένο κουτάβι. Έτσι ήρθε καιρός, που κι ο δικός μας ο φιλαράκος έχασε από τον κόσμο τους γονήδες του. Έχασε από το ράφι το καρβέλι· κι απ τη λαγήνα τα λουκάνικα· κι από τ' ασκάκι τα τυροψίχαλα. Όλα τάχασε. Αν ήταν τεμπέλης, ήταν ξυπνητός όμως, να ειπούμε τη μάβρη αλήθεια. Τι να κάμη, τι να κάμη· συλλογιζότανε. Τούρχεται μια σοφή ιδέα: Δουλεφτής να είμαι, δεν είμαι· νοικοκύρης να είμαι, δεν είμαι· άμαθος καθώς είμαι στη δουλιά, — τεμπέλης νάλεγε, δεν τόλεγε· είχε μεγάλη ιδέα για λόγου του·
— τι να κάμω; τι να κάμω; Παπάς να γίνω! Παπάς να γίνη, καλό τόβρισκε. Μα έπρεπε να βρη και τον τρόπο. Ας πάω, έβαλε με νου του· ας πάρω το στρατί στρατί, και ρωτώντα ρωτώντα κανείς πάει στην Πόλη, κάποιο χωριό θα βρω που να μην έχη Παπά. Μια και δυο, το σακούλι στον ώμο, δώθε παν οι άλλοι. Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις ημέρες, ρωτώντα τον ένα και τον άλλο διαβάτη, μαθαίνει πως το τάδε χωριό δεν έχει Παπά.
Μια και δυο, πάει στο χωριό· στο Νιοχώρι να ειπούμε.
— Γεια σας, χωριανοί μου.
— Καλώς κοπιάζεις.
— Παπά δεν έχετε, Παπά γυρέβετε. Μου δίνετε υπογραφάδες στο Δεσπότη, να με κάνετε Παπά, όπου έχω από προσπάπου μου, να μιλώ με το Θεό, όποτε θέλω να βρέχη κι όποτε θέλω να μη βρέχη; Ήταν και μεγάλη ανεβροχιά κείνον τον καιρό·
είχαν έλλειψη κι από Παπά οι χωριανοί.
— Σε κάνουμε, του λένε, Παπά. Του δίνουν και υπογραφάδες, γίνεται Παπάς. Ήρθε η μια Κυριακή να λειτουργήση· ελειτούργησε. Απολείτουργα βγαίνει στην Ωραία Πύλη. Βγήκε στην Ωραία Πύλη, και πιάνει και τους λέει.
 — Ε, βλογημένοι μου, θα εφκηθώ τόρα στο Θεό, να βρέξη ή να μη βρέξη. Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν τ αραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς! Έκλεισε τη λειτουργία και δώθε παν οι άλλοι.
 — Ε, παιδιά μου, τους λέει, την άλλην Κυριακή.
Ήρθε κ' η άλλη Κυριακή.
Απολείτουργα βγήκε πάλι ο Παπάς και τους ρώτησε το ίδιο πάλι· να βρέξη, ή να μη βρέξη; Κείνοι άρχισαν τα ίδια πάλι. Άλλοι να βρέξη, κι άλλοι να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς! Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι.
 — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή.
 Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη να τους οικονομήση κι ο βλογημένος ο Παπάς.
 — Ε, βλογημένοι μου, τους λέει· σα δε μπορείτε να συφωνήστε, ή το 'να, ή τ' άλλο, ή να βρέξη, ή να μη βρέξη να τ αφήσουμε, λέγω γω, στου Μεγαλοδύναμου το θέλημα.
Ό,τι θέλει, ας κάμη, δόξα νάχη!
Θέλει ας βρέξη, θέλει ας μη βρέξη!..
[1894]
 

Κ. Γ. ΠΑΣΑΓΙΑΝΗ
Μ ο σ κ ι έ ς
ΑΘΗΝΑ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ
1898

Δεν υπάρχουν σχόλια: