ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

31 Ιουλίου 2013

Τίνους πιδούδ’ ήταν;

Τίνους πιδούδ’ ήταν;  

Του Γιάννη Τσίκουλα 

Ομοτίμου Καθηγητού Παιδιατρικής Α.Π.Θ.

 Στην αρχή ήταν ψίθυρος. Το άκουγα να το συζητούν ψιθυριστά η μάνα μου με τις φιλενάδες της στον πρωινό καφέ ή στον απογευματινό σόμπουρου. Δεν μπορεί. Κάτι συμβαίνει με τη Βασίλω έλεγαν. Η μια είχε παρατηρήσει ότι τα μάτια της ήταν κομμένα με μαύρους κύκλους γύρω-γύρω. Η άλλη, που τύχαινε να είναι γειτόνισσά της, την άκουγε να ξερνοβολάει όλη μέρα. Τέλος μια άλλη, κι αυτό κι αν ήταν πια τεκμήριο, την περασμένη Κυριακή στην εκκλησία παρατηρούσε τη Βασίλω συνεχώς απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας και είχε πια σιγουρευτεί, κι ο Θεός ας τη συγχωρέσει, ότι η κοιλιά της ήταν φουσκωμένη. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία. Η Βασίλω ήταν αγκαστρωμένη!
Στην αρχή ήταν ψίθυρος. Ύστερα έγινε βούκινο. Η Βασίλω ήταν αγκαστρωμένη. Τι ρεζίλι ήταν αυτό; Θα μας κάψει ο Θεός ! Χάλασε ο κόσμος! Σόδομα και Γόμορα... Πρώτο θέμα συζήτησης σ’ όλον τον Πολύγυρο και βέβαια πρώτο και μοναδικό θέμα συζήτησης μεταξύ της μάνας μου και των φιλενάδων της. Τέλος μια μέρα που κατάλαβαν ότι τις άκουσα και κατάλαβα κι εγώ ότι το είχαν καταλάβει, τις ρώτησα όλως υποκριτικά: «Καλά τόσο κακό είναι που αγκαστρώθηκε η Βασίλω;». Τότε μια από αυτές, η θειά Γεωργία, με συγκαταβατικό και περισπούδαστο ύφος μου είπε:
«Αχ, πιδούδι μ’, δε ξέρ’ς ισύ απού τέτοια πράματα. Η Βασίλω είναι αγκαστρωμέν(η) αλλά δεν έχ(ι) άντρα. Ίνι αστεφάνωτ’. Μιγάλ(η) αμαρτία. Δε ξέρ’ς ισύ απού τέτοια πιδούδι μ’».
Εμένα μου λες που δεν ήξερα ! Τέλος πάντων αυτό είναι άλλη ιστορία.
Εν τέλει μέσα στη γενική κατακραυγή των Πολυγυρινών και λουσμένη από τα εφιαλτικά φώτα της δημοσιότητας η Βασίλω έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι χωρίς να 'χει άντρα. Αστεφάνωτη. Κρίμα μεγάλο. Έγκλημα. Περιφρονημένη από τους «καθώς πρέπει» συμπατριώτες της, αυτή η αμαρτωλή, μεγάλωνε το αγοράκι της μαζί με τη γριά μητέρα της. Μόνο αυτές ήξεραν πώς! Έχω ολοζώντανη την εικόνα του παιδιού εκείνου. Την εικόνα ενός τετράχρονου χαριτωμένου και έξυπνου παιδιού, που όμως ήταν καταδικασμένο να πληρώνει κάθε μέρα ακριβά το «αμάρτημα της μητρός του».Να είναι φορτωμένο ενοχές για κάτι για το οποίο δεν ήταν ένοχο. Ενοχές που του φόρτωνε μια υποκριτική, μια ανελέητη κοινωνία, που διασκέδαζε χτυπώντας το αδυσώπητα.
Όλοι ήξεραν ότι το παιδί αυτό ήταν «μπαστάρκου» κι έτσι το προσφωνούσαν κι έτσι το περιγελούσαν όπου κι αν πήγαινε, όπου κι αν βρισκόταν τα μεν παιδιά αρχίζοντας το μαρτύριό του με την ερώτηση «τίνους πιδί, είσι αρέ;», οι δε μεγάλοι, ιδίως οι γυναίκες, με την ερώτηση «τίνους πιδούδ’ είσι καλό μ’» και να ξεσπούν μετά σε γέλια και χαρακτηρισμούς. Και έβλεπες τότε το δύστυχο παιδάκι, ένα νήπιο απροστάτευτο, να χαμηλώνει το κεφαλάκι του, να ταχύνει το βήμα του και να απαντάει φωνάζοντας, όπως προφανώς το είχε δασκαλέψει η μάνα του: «Δε ξέρου. Δε ξέρου τίνους πιδί είμι. Κινά μη σας μέλλ’(ει) ισάς».
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα του παιδιού, το καθημερινό του μαρτύριο ήταν το ότι καθώς έβγαινε από το σπίτι του και πήγαινε να παίξει λίγο παρακάτω, έπρεπε να περάσει από το σπίτι μιας γριάς, που καθόταν μονίμως μπροστά από την αυλόπορτά της πλέκοντας ένα σκουφούνι με περασμένη την κλωστή γύρω από το λαιμό της. (Ετσι μου έμεινε στη μνήμη μου η εικόνα της).
Το ανόητο και χαιρέκακο αυτό γραΐδιο κάθε που περνούσε μπροστά της το παιδάκι δεν παρέλειπε να του κάνει τη στερεότυπη ερώτηση «τίνους πιδούδ’ είσι, καλό μ’» με ένα μελιστάλακτο ύφος, που προσπαθούσε να καλύψει την ανείπωτη χαιρεκακία της και να την συνοδεύει από ανατριχιαστικά χαχανητά. Ήταν η καθημερινή της διασκέδαση. Η δύστυχη η μάνα απελπισμένη από τη συμπεριφορά του κόσμου και ιδίως αυτού του γραϊδίου, που ήταν ο καθημερινός βραχνάς του παιδιού, κατέφυγε σε έναν ιερέα για να τη συμβουλεύσει πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Τι να πει στο παιδί. Τι να απαντάει στην εφιαλτική ερώτηση «τίνους πιδί είσι αρέ» των άλλων παιδιών και «τίνους πιδούδ’ είσι, καλό μ’» των μεγάλων.
Υπήρξα μάρτυρας μαζί με μια παρέα άλλων παιδιών, που παίζαμε εκεί έξω από το σπίτι της γριάς και της τελικής λύσης του θέματος. Περνούσε πάλι το παιδάκι έξω από την πόρτα της κι αυτή καθισμένη στην αυλόπορτα έπλεκε το σκουφούνι, κρεμασμένο όπως πάντα από το λαιμό της και ετοιμάστηκε να το προσβάλλει και να το γιουχαΐσει για χιλιοστή φορά ρωτώντας το στερεότυπο «τίνους πιδούδ’ είσι, καλό μ’». Και τότε της ήρθε καταπέλτης απρόσμενος η απάντηση του παιδιού, την οποία διδάχτηκε από τον ιερέα: «Είμι πιδούδ τσ’ μάκους τσ’ Παναγούδας κι τ’ παππού τ’ Χριστού», της είπε με θάρρος κοιτάζοντάς την στα μάτια.
Πάγωσε το γραΐδιο και λούφαξε. Παγώσαμε κι εμείς και λουφάξαμε. Δεν ξέρω αν εμείς τα παιδιά το καταλάβαμε αυτό που είπε με τη λογική. Σίγουρα όμως το νιώσαμε με την καρδιά μας. Ναι, το παιδάκι είχε πεισθεί και έπεισε και τους άλλους ότι ήταν παιδί «τσ’ μάκους τσ’ Παναγούδας κι τ’ παππού τ’ Χριστού». Είχε κι αυτό όπως και όλα τα παιδιά ολοκληρωμένη οικογένεια, αλλά δεν το ήξερε μέχρι τότε. Του το έμαθε ο ιερέας. Του έμαθε τη μεγάλη αλήθεια. Ότι κανένα παιδί δεν είναι και δεν ανήκει στην πραγματικότητα στους γονείς του. Όλα τα παιδιά περνάνε μέσα από τους γονείς, αλλά είναι παιδιά «τσ’ μάκους τσ’ Παναγούδας κι τ’ παππού τ’ Χριστού» και σ’ αυτούς ανήκουν.
Πηγή: Παγχαλκιδικός Λόγος [ www.panchalkidikos.gr ] 

Περιοδική Έκδοση Παγχαλκιδικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης «Ο Αριστοτέλης», τεύχος 12ο, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2012.
www.diakonima.gr

Σημείωση δική μου:
Ευχαριστώ πολύ τον καθηγητή παιδίατρο κύριο Τσίκουλα για την ευγένειά του και την καλοσύνη του να μου επιτρέψει-μετά χαράς μου ειπε-να αναδημοσιεύσω και αυτό το καταπληκτικό του διήγημα. Ο κύριος Τσίκουλας ειναι ενας ανθρωπος προσηνής και ευπροσήγορος κι ας εχει ενα τόσο μεγάλο επιστημονικό βεληνεκές . Φαίνεται οτι οι "μεγάλοι" ειναι περισσότερο καταδεκτικοί..

Εκτός ομως απο την επιστήμη του και τις υπηρεσίες που προσφέρει στον ανθρωπο- στα παιδιά-, ασχολείται και με το θέατρο, τη ζωγραφική, την ποίηση, τη λαογραφία και τη λογοτεχνία.

Ετσι , λοιπόν , κύριε καθηγητά, εκτός απο τον σεβασμό μου, σας καταθέτω και τον ειλικρινή θαυμασμό μου !

Μετά τιμής
Ντινόπουλος Ιωάννης 

26 Ιουλίου 2013

Το εκκλησάκι Της Αγ.Παρασκευής των Ντιναίων.




  

 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

23 Ιουλίου 2013

Τι έτρωγε η Στιλούδα !

 Γράφει ο Γιάννης Τσίκουλας

45091-dsfg232131313
Πλημμυρίζει τύψεις η συνείδησή μου, μαυρίζει η ψυχή μου, όταν μου έρχεται στο νου το περιστατικό με τη Στιλούδα το ανοιξιάτικο εκείνο δειλινό στην αλάνα των παιδικών μου παιχνιδιών. Η Στιλούδα ήταν ένα κοριτσάκι 4-5 χρονών, λεπτό και εύθραυστο σαν μίσχος λουλουδιού, ένα κοριτσάκι φοβισμένο και κλεισμένο στον εαυτό του σα πουλάκι λαβωμένο.
Ήταν η αμέσως μετά την κατοχή εποχή, η ταραγμένη, η φριχτή για την πατρίδα μας περίοδος, η εποχή του εμφυλίου.
Η Στιλούδα ζούσε με τη μάνα της σε ένα σκοτεινό κατώι ενός σπιτιού της γειτονιάς μου, όπου βρήκαν καταφύγιο, όταν ήρθαν πανικοβλημένες στον Πολύγυρο από ένα χωριό της Χαλκιδικής μέσα στη δίνη των καιρών. Η μάνα της Στιλούδας μια λιπόσαρκη ταλαιπωρημένη γυναίκα μαυροφορούσα και μαυρομαντηλούσα έχασε τον άνδρα της, όταν είχε ακόμα στην κοιλιά της τη Στιλούδα. Έτσι χωρίς πόρους, χωρίς στήριξη πήρε το παιδί της και ήρθε, όπως είπα, στον Πολύγυρο και προσπαθούσε να επιβιώσει ξενοδουλεύοντας.
Η Στιλούδα έμενε κλεισμένη στο κατώι, όσο έλειπε η μάνα της στη δουλειά, όλο το πρωινό. Όταν όμως ερχόταν το απόγευμα και τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν σε κάποια αλάνα ή στο δρόμο και ξεσήκωναν τον κόσμο με τα γέλια και τις φωνές τους, τότε έβλεπες και τη Στιλούδα να ξεμυτίζει και να έρχεται δειλά δειλά στη μάζωξη των παιδιών της γειτονιάς. Κούρνιαζε πάντα σε μία άκρη, μια ψυχούλα τόση δα, που φαινόταν ακόμα μικρότερη καθώς καθόταν συνεσταλμένη και μαζεμένη και παρακολουθούσε με τα μεγάλα μάτια της με ζέση και ενδιαφέρον όσα έκαναν τα άλλα παιδιά χωρίς να τολμάει όμως να συμμετέχει στο παιχνίδι.
Εκείνα τα χρόνια υπήρχε συνήθεια, τηρουμένη με θρησκευτική ευλάβεια από το σύνολο των παιδιών, κάθε παιδί, όταν έβγαινε για παιχνίδι, να κρατάει στο ένα του χέρι μια φέτα ψωμί (το λεγόμενο γουνίδ’ ή γουνίδα) και στο άλλο του χέρι κάποιο φαγώσιμο. Αυτό το άλλο φαγώσιμο οι παλιοί συνήθιζαν να το χαρακτηρίζουν «αυτό, που ξεγελάει το ψωμί να κατιβαίν’(ι) σιακάτ». Το σύνηθες συνοδό του ψωμιού ήταν το τυρί. Μια φέτα λοιπόν μεγάλη ψωμί στο ένα χέρι και ένα συνήθως μικρό κομμάτι τυρί στο άλλο χέρι, το λεγόμενο ψωμοτύρι, ήταν το παραδοσιακό απογευματινό των παιδιών, που το έτρωγαν, όπως είπαμε, πάντα παίζοντας στο δρόμο. Απαραίτητα η μάνα έδινε στο παιδί της κάθε φορά την οδηγία: «Να δαγκάνεις πολύ ψωμί αλλά τσιμούδα τυρί». Προφανώς για να επαρκέσει το λιγοστό τυρί να ξεγελάσει όλο το ψωμί για να κατεβεί σιακάτ’!
Εκτός όμως από το τυρί υπήρχαν και διάφορα άλλα συνοδά του ψωμιού για «να το ξεγελάσουν». Έτσι έβλεπες κάποια παιδιά να κρατούν μια φέτα ψωμί βρεγμένη και πασπαλισμένη με ζάχαρη, κάποια άλλα μια φέτα περιχυμένη με λάδι και επάνω αλάτι και ρίγανη ή αλειμμένη με λίγδα, ταραμά, πολτοποιημένες ελιές ή μέλι. Σπάνια έβλεπες κάποιο παιδί να έχει τη φέτα του αλειμμένη με βούτυρο και ζάχαρη ή βούτυρο με μέλι ή βούτυρο με μαρμελάδα. Αυτά ήταν το άκρον άωτον της γαστρονομικής πολυτέλειας της εποχής.
Εξαίρεση στην απογευματινή αυτή συνήθεια των παιδιών δε θα μπορούσε βέβαια να αποτελέσει η Στιλούδα. Όπως καθόταν, μαζεμένη και θλιβερή στην ακρούλα της, κρατούσε κι αυτή κάποιο φαγώσιμο κι έτρωγε εναλλάξ μια μπουκιά ψωμί και μια από το άλλο φαγώσιμο. Και όλα συνέχιζαν το ρυθμό τους μέχρι που έγινε η μεγάλη αποκάλυψη, επακολούθησε ο μεγάλος χαμός και ο μεγάλος διασυρμός της Στιλούδας και η αιτία των μεγάλων τύψεων που με κατατρέχουν μέχρι σήμερα.
 Ένα παιδί κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι η Στιλούδα στο ένα της χέρι κρατούσε βέβαια μια φέτα ψωμί, αλλά στο άλλο της χέρι δεν κρατούσε τυρί ή κάποιο άλλο φαγώσιμο, αλλά κρατούσε, άκουσον άκουσον, και στο άλλο της χέρι επίσης ένα μικρό κομμάτι ψωμί και το έτρωγε με πολύ μικρές μπουκιές εναλλάξ με τη φέτα του ψωμιού από την οποία δάγκωνε πολύ μεγαλύτερες μπουκιές.
Έγινε, όπως είπα, χαμός μετά τη φοβερή αυτή αποκάλυψη. Το παιδί που την έκανε το έβγαλε αμέσως βούκινο: «Όϊντε, αυτήν’(ι) τρώει ψουμί μι ψουμί αντί να τρώει ψουμί κι τυρί».
Σε λίγο όλο το τσούρμο των παιδιών, με εμένα ανάμεσά τους, είχε μαζευτεί γύρω από τη Στιλούδα χαχανίζοντας και φωνάζοντας και ξαναφωνάζοντας: «Όϊντε, αυτήν’(ι) τρώει ψουμί κι ψουμί. Γιατί, μαρή, τρως ψουμί μι ψουμί;» (είναι πολύ σκληρά τα παιδιά, έμαθα όταν μεγάλωσα πια).
Η Στιλούδα ζάρωσε, μίκρυνε πιο πολύ από ότι ήταν και σίγουρα ευχόταν να άνοιγε η Γη να την καταπιεί. Ήταν ένα θέαμα αξιοθρήνητο, εφιαλτικό με θύτες το σύνολο των παιδιών και θύμα τη φτωχή Στιλούδα. Τέλος όταν ύστερα από ώρα τα γιουχαΐσματα και τα ξεφωνητά άρχισαν να καταλαγιάζουν, κατόρθωσε η Στιλούδα ξέπνοα να ψιθυρίσει: «Ιμείς δεν έχουμι πατέρα στου σπιτ’ να μας αγουράζ’(ι) τυρί κι η μάναμ’ μι δίν’(ι) να τρώου μια φέτα ψουμί κι ένα κουμματούδ’ ψουμί να του τρώου για τυρί».
Νέα χάχανα και νέα «όϊντε» και νέος διασυρμός επακολούθησε μετά τα λόγια της Στιλούδας. Η δύστυχη μικρούλα πιο μαζεμένη από ποτέ σηκώθηκε κι έφυγε και δε θυμάμαι να ξαναφάνηκε στο απογευματινό παιχνίδι των παιδιών της γειτονιάς μου μετά το γεγονός αυτό.
Αργότερα έμαθα ότι κάποιες μάνες όταν δεν είχαν να δώσουν κάτι συνοδό της φέτας του ψωμιού, έδιναν στο παιδί τους μαζί με τη φέτα και ένα μικρό κομματάκι ψωμί και του έλεγαν αυτό να το τρώει λίγο λίγο με μικρές μπουκιές για τυρί, ενώ τη φέτα του ψωμιού να την τρώει κανονικά, όπως τρώνε το ψωμί με μεγάλες μπουκιές!
Η πρώτη μου όμως επαφή με το γεύμα της Στιλούδας «ψωμί με ψωμί» ήταν για μένα μια εμπειρία πρωτόγνωρη για τότε και πηγή, όπως είπα, συνεχών και μεγάλων τύψεων για το σήμερα. Τύψεων για τη βάρβαρη συμμετοχή μου στο διασυρμό της μικρής Στιλούδας, που ήταν λεπτή σα μίσχος λουλουδιού και πονεμένη σα πουλάκι λαβωμένο.
πηγή: 
Παγχαλκιδικός Λόγος, τεύχος 15, Απρίλιος – Μάϊος – Ιούνιος 2013, σελ.31-32.
www.pemptousia.gr
 
 
Σημείωση δική μου:
Στο χωριό μου ,κύριε καθηγητά, αυτό που βοηθούσε το ψωμί να κατεβεί σακάτ΄το λέγαμε προσφάϊ, στο δε λεξικό το ειχα βρεί ως:  
"ηδυμιγής -ές, αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα."
Ηδυμιγές , λοιπόν, το συνοδευτικό του ψωμιού, για να κάνει γλυκό το μίγμα...

Μια αναφορά κάνει και ο Δημητράκος στο "Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης", στον 7ο τόμο, σελ. 3234α.
Απ' ότι φαίνεται εκεί, η λέξη απαντάται σε επίγραμμα του Λεωνίδα Ταραντίνου (3ος αι. π.Χ.) (στην "Παλατινή Ανθολογία", VII, 736).
Ολόκληρη η φράση είναι: "Ηδυμιγής είη χόνδρος εποψίδιος" (εποψίδιος = κατάλληλος να τρώγεται ως συνοδευτικό, ως συμπλήρωμά του ψωμιού)

 Οσο για την ιστορία που διηγηθήκατε, με κάνατε να βουρκώσω..
..και ειμαι σίγουρος οτι και ως παιδίατρος  θα εισθε αριστος...

Τα σέβη μου κύριε !
Ι.Β.Ν.