ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

2 Μαΐου 2016

Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ! Χρήστου Χρηστοβασίλη !

Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937) υπήρξε συγγραφέας και δημοσιογράφος, εκπρόσωπος της ηρωικής και βουκολικής λογοτεχνίας και σημαντική μορφή της λογοτεχνίας της Ηπείρου κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα
.
Ετελείωνε η εκκλησιά. Ο παπάς στεκότανε μπροστά στην Ωραία Πύλη  κι αντί  Δι΄ευχών και των αγίων πατέρων ημών …… έλεγε Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω….
Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν , και διπλή χαρά ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρή δε θυμόνταν κανείς να έχει ιδεί εκεί- πέρα.Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο του Χριστός ανέστη είπε:
-Χριστός ανέστη , χωριανοί! Και του χρόνου να είμεστε καλά. Κι ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τ΄αδέρφια μας που πολεμούνε στο γεφύρι της Πλάκας, στο Λούρο , στην Πρέβεζα και στα Πέντε Πηγάδια….
Την τελευταία του φράση την επρόφερε με δάκρυα ,κι όλο το χωριό , άντρες και γυναίκες , έκλαψαν  μέσα στην εκκλησία, αλλά έκλαψαν από χαρά κι από αναγαλλιασμό , και φιλιόνταν γκαρδιακά ο ένας με τον άλλον για την Ανάσταση του Χριστού και για την ανάσταση , που νόμιζαν , της σκλαβωμένης Πατρίδας.
Ο παπάς ξαναμπήκε στο Ιερό για να αποτελειώσει τη λειτουργία, και το χωριό άρχισε να βγαίνει από την εκκλησιά  φαμίλιες -φαμίλιες .Πρώτα έβγαιναν οι μεγαλύτερες οι φαμίλιες κι ύστερα οι μικρότερες ,κι από τις φαμίλιες πάλι πρώτοι έβγαιναν οι γέροντοι με τις γριές , και παραπίσω οι νιοι και οι νιες και τα παιδιά.
Πρώτος -πρώτος βγήκε ο προεστός του χωριού , ο γερο-Λιόλιος , γέρος μ΄εβδομηνταπέντε χρόνια και πλιότερο στη ράχη του και με κάτασπρα μαλλιά και με κάτασπρα μακριά μουστάκια , κρατώντας με το ζερβί του χέρι την άσπρη του λαμπάδα κι ακουμπώντας με το άλλο σε μιά ροζιάρικη και χοντρή πατερίτσα.
Αποπίσω ερχόνταν δύο παιδιά του , απάνω από σαράντα ή σαρανταπέντε χρόνων το καθένα , δυό παντρεμένα αγγόνια, εφτά νυφάδες από παιδιά και δυό αγγονονύφες , και καμιά εικοσαριά αγγόνια από είκοσι χρόνων και κάτω.Απ΄ τα επίλοιπα πέντε παιδιά του γερο-προεστού , που δεν ήτανε στην εκκλησιά , δυό ήταν πεθαμένα και τρία ξενιτεμένα , κι από τα τρία πάλι το ένα ήταν εθελοντής στον ελληνικό στρατό.
Τραβούσε μπροστά ο γερο-προεστός , σαν σερτάρι  κοπαδιού , κι ερχόνταν όλο το χωριό καντά του , με τα κεριά στα χέρια αναμμένα. Ήτανε νύχτα βαθιά ,κι ο αυγερινός δεν είχε ξεπροβάλει ακόμα από την κορυφή των Τζουμέρκων. Αλλά μια φωτεινή αυλακιά , απλωμένη από το κορφοβούνι του Περιστεριού ως απών στα Γιάννινα , έδειχνε πως τ΄αστέρι αυτό , που τ΄ονομάζουν οι πλιότεροι ”λαμπρό”, δεν θ΄αργούσε να βγει.
Ανάμεσα απ΄την εκκλησιά και το χωριό είναι ένα μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Εκεί σταμάτησαν όλοι , κι έκαμαν ένα μεγάλο κύκλο να μιλήσουν για τον πόλεμο.
Ένα ψιλό αγεράκι , που τραβούσε απ΄το χωριό ,έφερνε τη μοσκομυρουδιά των αρνιών που ψήνονταν στις αυλές των σπιτιών.
-Τα μάθαταν;
-Τι καινούργια;
-Αληθινά πως τους τσάκισαν τ΄αδέλφια μας τους Τούρκους;…..
-Όλο και καλά. Νικήθηκαν οι Τούρκοι στης Άρτας το γεφύρι .Τους τσάκισε ο Κίτσιος ο Μπότσαρης.
-Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πόλεμο…..
-Καημένο Σούλι , να μην πεθάνεις ποτέ με τα παλικάρια που βγάζεις!….Εσύ στα παλιά χρόνια , εσύ και τώρα!
-Πόσοι αρχηγοί ήτανε στην Άρτα;
-Δυο. Ο Κίτσιος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σιέχος.
Ο Μπότσαρης κλείστηκε στην Άρτα κι ο Σιέχος πέρασε το ποτάμι και πήρε τα πλευρά των Τούρκων.Τότε οι Τούρκοι βάρεσαν μ΄όλα τους τα δυνατά να πάρουν την Άρτα , για να κλείσουν τον Σιέχο μέσα στο τούρκικο , αλλά τους τσάκισε το Μποτσαράκι ,κι έτσι σκόρπισαν ,κι όπου φύγει-φύγει….
Τότε ο δικός μας ο στρατός πέρασε το γεφύρι της Άρτας κι έπιασε τα Λέχοβα , την Κανέτα και τα Πέντε Πηγάδια.
-Σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι;
-Σαν πόσοι έπεσαν απ΄τους δικούς μας;
-Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες!
-Σαν τι άνθρωποι να΄ναι ο Κίτσιος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σιέχος;
-Ο ένας μια πιθαμή άνθρωπος ,μικρός μα θιαμαχτός , κι ο άλλος θεριακωμένος :δυο Τούρκους μπορείς να κρεμάσεις από τα μουστάκια του!
-Χαρά στις μάνες που τους έκαμαν!
Ο γέρος -προεστός , που είχε σταθεί κι αφουγκράζονταν τι έλεγαν οι χωριανοί , φώναξε:
-Ωρέ παιδιά! Ποιος σας τις έφερε τις κουβέντες; Μη μιλάτε , μωρέ παιδιά μου , όπως θέλει η καρδιά σας , και σας δοκιμάσει ο Θεός !
-Είναι αλήθεια , μπάρμπα, αυτά που λέμε!Είναι αλήθεια ! Ήταν κάτι Τσιάμηδες στην Άρτα , και με την καταστροφή των Τούρκων πέρασαν κι αυτοί δώθε χωρίς διαβατήρια και τράβηξαν για τα χωριά τους!
-Τους είδες με τα μάτια σου εσύ; τον ερώτησε ο γερο-προεστός με δυσπιστία.
-Τους είδα και μίλησα μαζί τους , και μου τα είπαν όλα!
-Ποια μέρα φύγαν από την Άρτα οι Τσιάμηδες;
-Τη Μεγάλη Παρασκευή .Ήλθαν από τα Λακκοχώρια , πέρασαν από τον Καλαμά ψες το σουρούπωμα και τράβηξαν νύχτα για τα χωριά τους…
-Ωρέ , δεν έχει κανένας από σας άρματα; βροντοφώνησε ο γερο-προεστός πνιγμένος από τη χαρά του . Η Πασκαλιά θέλει αρνιά , ο Αι-Γιώργης κατσίκια , ο γάμος κριάρια , κι η λευτεριά ντουφέκια! Δεν έχει κανένας από σας άρματα για να ρίξουμε και να χαιρετίσουμε τη λευτεριά; Πεντακόσια χρόνια δούλοι, ωρέ παιδιά , και να μην έχουμε σήμερα ένα ντουφέκι να ρίξουμε και να καλωσορίσουμε τη λευτεριά μας;
- Αμ τι ρωτάς ; του απολογήθηκε ένας. Δεν μας τα΄μασαν όλα τ΄άρματα οι Τούρκοι; Ποιανού άφηκαν ντουφέκι ή πιστόλα; ξαναρώτησε.
-Ωρέ , δεν έχει κανένας ένα παλιοντούφεκο , μια παλιοπιστόλα;ξαναρώτησε.
-Αμ τώρα , γέρο -μπάρμπα , του είπε ένας , θα πλακώσουν γκράδες και βελονωτά όσα θέλεις!΄Ορεξη να΄χεις να ντουφεκάς. Ντουφέκια και φισέκια χάρισμα.
-Mωρέ, εγώ το θέλω αυτή τη στιγμή , δεν το θέλω ύστερα! Τι να το κάμω ύστερα; Αχ, ανάθεμά τους τους αντίχριστους που μας τα ΄μασαν όλα τ΄άρματα! Ανάθεμά τους και τρισανάθεμά τους τους αντίχριστους! Έχει , ωρέ , κανένας σας κανένα παλιοντούφεκο για μια φορά , και του το γυρίζω πίσω! Ένα αρνί διαλεχτό δίνω για ένα παλιοντούφεκο  γεμάτο.
-Δίν΄ς τ΄αρνί;
-Μωρ΄έχεις άρματο , γερο- Τόλαινα;
-Μα το ξύλο πόχω φάει απ΄τους αντίχριστους για να μην τους το μαρτυρήσω!
-Ντουφέκι είναι;
-Ναι , ντουφέκι , του μακαρίτ΄!
Και η γριά άρχισε να κλαίει το μακαρίτη της.
-Άφσ΄ τα κλάματα , γριά , και σύρε να μου φέρ΄ς το ντουφέκι στο σπίτ΄ , να σου δώσω τ΄ αρνί….
Όλο το χωριό ήταν τρελό από τη χαρά του. Από τα λόγια , από τα φερσίματα , από το περπάτημα νόμιζε κανείς πως όλος εκείνος ο κόσμος  είχε φάει το ζουρλόχορτο.΄Ως  κι αυτά τα λιανοπάιδια , που δεν μπορούσανε να καταλάβουν καλά-καλά τι θα ειπεί λευτεριά , φώναζαν ψαλμωδικά:
-Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας! Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας!
-Μωρέ , Πασκαλιά μας την έστειλε ο Μεγαλοδύναμος τη χαρά της λευτεριάς μας , έλεγε ο ένας .
-Τέτοιο καλό δεν μπορούσε να ρθει άλλη μέρα παρά Πασκαλιά , απαντούσε ο άλλος.
-Δυο Πασκαλίες!
-Αλήθεια , δυο Πασκαλιές. Η μιά του Χριστού και η άλλη της σκλαβωμένης Πατρίδας!
-Τι μεγάλη μέρα!
-Δοξασμένος να ΄ναι ο Κύριος!
Με τέτοιες κουβέντες ο κόσμος όλος μπήκε στο χωριό , και κάθε φαμίλια πήγαινε στο σπίτι της.Οι αυλές των σπιτιών φεγγοβολούσαν από τις ψησταριές των αρνιών που στριφογύριζαν απάνω στη θράκα.
Όταν ο γερο-προεστός έφτασε στο σπίτι του , βρήκε στην αυλόθυρα τη γριά με το ντουφέκι στα χέρια να περιμένει.Μόλις την είδε ρίχτηκε απάνω της να της το πάρει.
-Τ΄ αρνί πρώτα ! του φωνάζει η γριά.
-Μωρέ ένα αρνί μονάχα γυρεύεις , κουτή , της λέει ο προεστός .Εγώ τέτοια μέρα σφάζω όλο το κοπάδι και καίω και τα σπίτ΄ μ΄ ακόμα!
Και, σα να προσβάλθηκε από την απάντηση της γριάς , έκραξε ένα αγγόνι του που είχε ανεβεί στο σπίτι:
-Ωρέ Κίτσιο! Κίτσιο ωρέ!
-Όρσε , παππού ! του απολογήθηκε το παιδί , παλικάρι ως δεκατεσσάρων -δεκαπέντε χρόνων.
-Να πεταχτείς ,ωρέ , στη στάνη και να ξεκόψεις δεκαπέντε ως είκοσι αρνιά καλά.Γρήγορα! Ακόμα εδώ είσαι!
Το παιδί λάκισε σαν ελάφι στη στάνη , αλλά ο γερο-προεστός , θέλοντας να δείξει όλη τη χαρά της καρδιάς του , φώναξε το διαλαλητή του χωριού:
-Ωωωωρέ Νάσιο! Νάσιο ωρεεέε!
-Έφτασα , μπάρμπα , απολογήθηκε μια φωνή εκεί- γύρω από τα σπίτια.
-Να βγεις , ωρέ , στη ράχη και να διαλαλήσεις στο χωριό πως όποιος δεν έχει αρνί να ρθει στο σπίτι μου να πάρ΄!…
Η γριά όμως , μ΄όλα αυτά που γινόνταν , κρατούσε το ντουφέκι με τα δυο της χέρια και δεν το ‘δινε πριν της φέρουν πρώτα τ΄αρνιά.
-Δεν το δίνω ακόμα ,έλεγε , θέλω τ΄αρνί πρώτα!
Του Νάσιου η φωνή ξεχύθηκε σ΄όλο το χωριό σαν δυνατός βοριάς, κι όσοι δεν είχαν αρνί έτρεξαν στο σπίτι του προεστού.Έτρεξαν ακόμα κι εκείνοι που είχαν , όχι για να ζητήσουν κι αυτοί , αλλά για να ιδούν με τα μάτια τους το ψυχικό του προεστού.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και , νά σου ,έφτασε κι ο Κίτσιος μ΄ένα κοπάδι αρνιά.
-Το καλύτερο της γριάς ! φώναξε ο προεστός , και στη στιγμή ο πιστικός που ερχόταν μαζί με τον Κίτσιο άρπαξε απ΄τον λαιομό ένα λάγιο αρνί με μιά βούλα άσπρη στο μέτωπο σαν τον αυγερινό , που ήταν μια οργιά βγαλμένος εκείνη την ώρα.
Η γριά με το έν΄χέρι άρπαξε τ΄αρνί και με τ΄άλλο τρεμάμενο έδινε το ντουφέκι στου προεστού τα χέρια , από φόβο μην ήτανε ψέμα το τάξιμο.Ύστερ΄από τη γριά πήραν από ένα αρνί όσοι δεν είχαν ,κι ο προεστός , παίρνοντας το ντουφέκι στο χέρι του , είπε στη γριά:
-Γεμάτο είν΄ωρή;
-Γεμάτο! όπως το ΄χει αφήκει ο μακαρίτ΄ς.
-Μωρέ, είν΄ ακέρια πέντε χρόνια από τότε.Φοβάμαι  μη δεν πάρ΄φωτιά και ντροπιαστώ!
Σηκώνει το λύκο και λέει:
   -Χριστός  Ανέστ΄ ωρ΄αδέρφια .Χριστός Ανέστ΄! Καλώς μας ήλθ΄ η λευτεριά!
Το παλιοντούφεκο βρόντησε κι ετράνταξε το χωριό , και με το βρόντημά του σωριάστηκε ο προεστός άψυχος!
Ρίχνονται απάνω του οι δικοί και ξένοι , φέρνουν αναμμένα δαδιά , του ρίχνουν νερό , τίποτε .Είχε ξεψυχήσει . Τον είχε σκοτώσει η χαρά .

σερτάρι=το αρσενικό που σέρνει το κοπάδι
βελονωτά=εμπροσθογεμή και πολεμικά με ξιφολόγχη
λάγιο = μαύρο , που θεωρείται ότι έχει καλύτερο κρέας

Χρήστου Χρηστοβασίλη,  “Πασχαλινά διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων”, εκδόσεις GUTENBERG, σελ.55-63

http://averoph.wordpress.com/2013/05/07

Δεν υπάρχουν σχόλια: